- καγκουρώ
- η ακλ. кенгуру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρογαλή — Μαρσιποφόρο θηλαστικό. Bλ. λ. καγκουρώ. * * * η, Ν μικρόσωμο καγκουρώ που ζει στις βραχώδεις περιοχές τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrogale < πέτρα + γαλή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
Giannis Skarimpas — Giannis Skarimpas, Giannis Skarimbas or Yiannis Skarimbas (Γιάννης Σκαρίμπας) (September 28, 1893 in Agia Efthymia near Amfissa January 21, 1984) was a Greek writer, dramatist, and poet.BiographyHe was born in Agia Efthymia in the Parnassida area … Wikipedia
διπρωτόδοντα — (diprotodonta). Υπόταξη θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, που περιλαμβάνει τα καγκουρό, τα κοάλα, τους φαλαγγιστές και τα συγγενή γένη, τα οποία χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από την ύπαρξη δύο μόνο κοπτήρων στο κάτω σαγόνι και την απουσία … Dictionary of Greek
δόρκοψις — η καγκουρώ τής Ν. Γουιάνα … Dictionary of Greek
μακρόπους — ουν (Α μακρόπους, ουν) αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακρόπους ζωολ. επιστημονική ονομασία τού καγκουρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πούς (πρβλ. πλατύ πους)] … Dictionary of Greek
μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek